- κομμίωση
- Παθολογική έκκριση κόμμεων στα φυτά. Προσβάλλει συχνά οπωροφόρα δέντρα, όπως είναι η ροδακινιά, η βερικοκιά, η κερασιά και η δαμασκηνιά, και οφείλεται σε τραυματισμούς, σε φυσιολογικές διαταραχές, σε μεσολάβηση μυκήτων ή εντόμων. Η κ. της μουριάς, για παράδειγμα, είναι βακτηριακής προέλευσης, ενώ η κ. των εσπεριδοειδών οφείλεται σε μύκητα.
* * *ηασθένεια τών φυτών που χαρακτηρίζεται από άφθονη παραγωγή κόμμεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ω-σις, με την επίδραση ενός αμάρτυρου ρ. *κομμιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.